Λώτ

Λώτ
Λώτ, ὁ indecl. (לוֹט.—LXX, TestAbr, Philo.—In Joseph. Λῶτος, ου [Ant. 1, 201]) Lot, son of Haran, nephew of Abraham (Gen 11:27); he lived in Sodom Lk 17:28f; was rescued fr. that doomed city, having led a virtuous life 2 Pt 2:7; 1 Cl 11:1 (SRappaport, D. gerechte Lot: ZNW 29, 1930, 299–304). His wife perished because, upon leaving the city, she looked back, contrary to God’s command Lk 17:32 (on the whole s. Gen 19). His separation fr. Abraham 1 Cl 10:4 (s. Gen 13, esp. vss. 14–16).—(On the spelling s. JWordsworth-HWhite on Mt 1:17.)—BHHW II 1105f. DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λωτ — Βιβλικό πρόσωπο, ανιψιός του Αβραάμ. Σύμφωνα με τη Γένεση, όταν ο Γιαχβέ (Ιεχωβάς) αποφάσισε να τιμωρήσει την πόλη Σόδομα, εξαίρεσε από τους κατοίκους της μόνο τον Λ. και την οικογένειά του, τους οποίους ειδοποίησε να την εγκαταλείψουν. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Haran — (hebr.: הרן) ist laut der Bibel der Name eines jüngeren Bruders von Abraham, des Stammvaters Israels. Er wird in der Genealogie Noas erstmals in Gen 11,26 EU erwähnt. Sein Vater hieß demnach Terach, sein zweitälterer Bruder war Nahor. Haran war… …   Deutsch Wikipedia

  • Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script …   Wikipedia

  • Μωαβίτης — ο (Μ Μωαβίτης, θηλ. Μωαβῑτις) συν. στον πληθ. οι Μωαβίτες ( αι) απόγονοι τού Μωάβ, γιου τού Λώτ, που κατοικούσαν στην περιοχή Μωάβ τής Παλαιστίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μωάβ, ονομ. περιοχής τής Παλαιστίνης] …   Dictionary of Greek

  • Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… …   Dictionary of Greek

  • επισπουδάζω — ἐπισπουδάζω (Α) 1. παροτρύνω, παρορμώ («ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες», ΠΔ) 2. σπεύδω (ἐπισπούδασον ἔτι θᾱττον», Λουκιαν.) 3. σπουδαιολογώ, μιλάω σοβαρά σε άκαιρη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • θυγατροποιός — θυγατροποιός, όν (Α) (για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • μηλινόεις — μηλινόεις, εσσα, εν (Α) μηλινοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + κατάλ. όεις (πρβλ. λωτ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόεις — μυχόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που κρύβεται σε σκοτεινό μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. όεις (πρβλ. κριν όεις, λωτ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • πατρομιξία — ἡ, Μ (για τις θυγατέρες τού Λωτ) η σαρκική μίξη τής θυγατέρας με τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μιξία (< μικτος < μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”